- στασιωτεία
- στᾰσι-ωτεία, ἡ,A state of faction, formed after πολιτεία, And.4.8, Pl.Lg.832c, 832f.l. in 715b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στασιωτεία — ἡ, [στασιώτης] κατάσταση στάσεων και αναταραχών … Dictionary of Greek
στασιωτείας — στασιωτείᾱς , στασιωτεία state of faction fem acc pl στασιωτείᾱς , στασιωτεία state of faction fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιωτεῖαι — στασιωτεία state of faction fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιωτείαις — στασιωτεία state of faction fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)